Το σημερινό πολιτικό στην Ελλάδα σύστημα έχει δώσει τις εξετάσεις του, με άνεση χρόνου, και έχει ολοφάνερα αποτύχει. Είναι ανίκανο να λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα: από τα σκουπίδια των πόλεων ώς την υπεράσπιση της εθνικής αξιοπρέπειας.
Η ελληνική κοινωνία ανέχθηκε την ανικανότητα και προκλητική φαυλότητα του πολιτικού συστήματος με τρόπο που προδίδει απελπιστική υπανάπτυξη: ασύγγνωστη επιπολαιότητα ή πολύ χαμηλούς δείχτες κατά κεφαλήν καλλιέργειας. Αλλά και αυτά τα συμπτώματα είναι, σε μέγιστο ποσοστό, συνέπειες της πολιτικής που ασκήθηκε σε ζωτικούς τομείς του κοινωνικού βίου.

Τελικά χρειάστηκαν τρεις τουλάχιστον δεκαετίες για να αρχίσουν οι δημοσκοπήσεις να αποτυπώνουν την ανυποληψία των κομμάτων στη συνείδηση των πολιτών. Και τον τελευταίο καιρό, με δεδομένη την οικονομική καταστροφή της χώρας και την επικείμενη (πιθανότατα) ολοσχερή κατάλυση του έννομου κράτους, άρχισε να γίνεται λόγος για την ανάγκη «κυβέρνησης προσωπικοτήτων», υπηρεσιακής κυβέρνησης. Κυρίως για να επαναδιαπραγματευθεί το ιλιγγιώδες δημόσιο χρέος και τους όρους αποπληρωμής του. Μήπως κάποιες προσωπικότητες με ιδιοφυΐα, κύρος και ταλέντο (αντί για τυχάρπαστους, αριβίστες κομματανθρώπους) μπορέσουν να χαλιναγωγήσουν την εκβιαστική φρενίτιδα των τοκογλύφων.
Η ιδέα για μια «κυβέρνηση προσωπικοτήτων» μοιάζει καταρχήν ελκυστική. Ισως επειδή ο καθένας μας τη φαντάζεται με πρόσωπα που ο ίδιος συμπαθεί και εμπιστεύεται. Αλλά το κρίσιμο, ακριβώς, πρόβλημα είναι, ποιος θα επιλέξει τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς, με ποιες διαδικασίες θα συγκροτηθεί μια υπηρεσιακή κυβέρνηση; Πώς θα εξασφαλιστεί η επιστράτευση της καλύτερης ανθρώπινης ποιότητας που διαθέτει, εντοπίως ή στη διασπορά, η ελληνική κοινωνία;
Για να μην παραβιαστεί το υπάρχον Σύνταγμα, η σύνθεση αυτής της κυβέρνησης πρέπει να προκύψει από συναίνεση αυξημένης πλειοψηφίας στη Βουλή. Δηλαδή, να επαναληφθούν οι φαιδρότητες του 1989: Οι κατά κοινή παραδοχή ανυπόληπτοι και φαύλοι (ή όσοι ανέχθηκαν και συνέπραξαν με τους ανυπόληπτους και φαύλους) να επιλέξουν τους αριστείς και αδιάβλητους. Σχήμα οξύμωρο και επομένως ουτοπικό. Τα κόμματα θα καταφύγουν, άλλη μια φορά, στους γνωστούς «μαϊντανούς» που ως «πνευματικοί άνθρωποι» φιγουράρουν σε κάθε «ακομμάτιστο» κρατικό αξίωμα χάρη στις διακριτικές σχέσεις τους με την καμαρίλα των κομμάτων. Μια «κυβέρνηση προσωπικοτήτων» τηλεκατευθυνόμενη.
Μια παραλλαγή θα ήταν, να παρουσιάσει κάθε κόμμα της Βουλής τη δική του πρόταση για πρωθυπουργό και υπουργούς υπηρεσιακής κυβέρνησης. Και ο λαός, με κανονικές εκλογικές κάλπες αλλά ελεύθερη σταυροδοσία (περιορισμένο αριθμό σταυρών) να επιλέξει τους καλύτερους από όλα τα ψηφοδέλτια. Ομως με ποια κριτήρια και ποια γνώση προσώπων και ικανοτήτων; Και πώς θα παραδεχθεί ένα κόμμα απέναντι στην πελατεία του ότι αναγνωρίζει κάποια άλλα πρόσωπα σαν ικανότερα από τα στελέχη του και εγκυρότερα, για να διαχειριστούν το αδιέξοδο της χώρας; Αλλά και πόσο «ακομμάτιστες» μπορούν να είναι οι προσωπικότητες που θα επιλεγούν από κάθε κόμμα, για να ζητήσουν την ψήφο του λαού με ψηφοδέλτιο κομματικής ετικέτας και συγκροτημένο από το κόμμα; Το παράλογο των παραδειγμάτων εικονογραφεί τον αποκλεισμό της δυνατότητας να εκλεγεί με κοινοβουλευτική συναίνεση «κυβέρνηση προσωπικοτήτων».
Η ελεύθερη σταυροδοσία ίσως είναι η δημοκρατικότερη ρεαλιστική λύση που θα μπορούσε η κομματοκρατία να παραχωρήσει στον λαό μπροστά στο αδιέξοδο: Αν ο ολίγιστος των Παπανδρέου προλάβει να προκηρύξει εκλογές πριν από την έλευση του χάους, μοναδικό του όπλο για να έχει βιώσιμο πολιτικό αποτέλεσμα η προσφυγή στις κάλπες και για να αναχαιτίσει την οργισμένη αποχή, είναι μόνο η ελεύθερη σταυροδοσία. Να ψηφίσουν οι πολίτες πρόσωπα, όχι κόμμα. Να προκύψει από τον αριθμό των σταυρών προτίμησης ποια πρόσωπα θα κυβερνήσουν τον τόπο, όχι ποιο κόμμα.
Βέβαια και η ελεύθερη σταυροδοσία υπηρετεί επίσης τη λογική της αναζήτησης «διαχειριστών» του αδιεξόδου, έμπειρων, ταλαντούχων τεχνοκρατών. Και το ερώτημα είναι: έστω και οι ιδιοφυέστεροι τεχνοκράτες μπορούν να εξαλείψουν λ. χ. τη φοροδιαφυγή εμπνέοντας εμπιστοσύνη στο κράτος, μπορούν να συνεγείρουν σε δημιουργικό πείσμα την ελλαδική κοινωνία, να συνδέσουν την παραγωγικότητα με στόχους ποιότητας της ζωής, χαράς της ζωής – όχι μόνο κτηνώδους καταναλωτικής αδηφαγίας; Πέρα από «βελτιώσεις» οργανωτικές και γιατροσόφια απειλών και διώξεων της κατεστημένης παρανομίας, μπορούν τεχνοκράτες και να ξαναγεννήσουν στον Ελληνα δεσμούς εμπιστοσύνης με την οργανωμένη συλλογικότητα, να του μεταγγίσουν σεβασμό των κοινών αναγκών, πίστη σε στόχους προσωπικής δημιουργίας, απαιτητικής αξιοπρέπειας;
Μόνο πολιτικός, με το ηγετικό χάρισμα ψηλαφητής, θυσιαστικής ανιδιοτέλειας και επιτελικής λογικής μπορεί να αναστήσει την πεθαμένη, ανίκανη να μετάσχει ενεργά στο ιστορικό γίγνεσθαι, ελληνική κοινωνία. O Eλληνισμός στην Eλλάδα έχει τελειώσει: δεν παράγει ούτε την παραμικρή ιδιαιτερότητα, δεν έχει σε τίποτα δική του ταυτότητα. Mόνο δανείζεται και μιμείται. Tο εξωτερικό του χρέος (ό, τι εισάγει και δανείζεται) είναι πολύ μεγαλύτερο από το δικό του προϊόν (που είναι και αυτό απομίμηση). Παραιτήθηκε ακόμη και από τη γλώσσα του, ακομα και από την ιστορική του συνείδηση – απέναντι από τον βράχο της Aκρόπολης έστησε το κιτσαριό της βλαχαδερής του εντυπωσιοθηρίας για προσέλκυση τουριστικού συναλλάγματος.
Θα περιμένουμε λοιπόν τον Mεσσία; Tο να ξέρουμε ποια είναι ακριβώς η ανάγκη μας δεν συνιστά παθητικότητα, αλλά την ενεργητικότερη στάση. O ρεαλισμός των επιγνώσεων, μόνον αυτός, μπορεί να γεννήσει σωτηρία. Eλάχιστες έως μηδενικές οι πιθανότητες, αλλά μόνον ο ρεαλισμός σώζει. Eπιτέλους, έχει σημασία να ξέρεις να πεθαίνεις με αξιοπρέπεια. Να αφήνεις υποθήκη στην Ιστορία που συνεχίζεται, μέτρα ποιότητας. Μέτρα των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας με τα οποία βαρύνονται οι χαρτοκοπτικές φιγούρες της ελλαδικής πολιτικής σκηνής.