Για να καταλάβουμε πόσο βοηθάμε την Ελληνική οικονομία με την προτίμηση εγχώριων προϊόντων και υπηρεσιών, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τον μηχανισμό που οδηγεί τις οικονομίες σε αναπτυξιακή πορεία ή σε ύφεση :
Όταν αυξάνεται η ζήτηση των προϊόντων μιας χώρας, οι επιχειρήσεις σπεύδουν να αυξήσουν την παραγωγή τους για να επωφεληθούν από αυτή την εξέλιξη.
Έτσι, πραγματοποιούν επενδύσεις, προσλαμβάνουν προσωπικό, αγοράζουν υλικά και υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτό αυξάνεται η απασχόληση των μισθωτών, των ελεύθερων επαγγελματιών, των γεωργών, των ιδιοκτητών ακινήτων κλπ προκαλώντας αντίστοιχη αύξηση των εισοδημάτων τους και κατ επέκταση της αγοραστικής τους δύναμης.
Ως φυσική συνέπεια, έρχεται η νέα αύξηση της ζήτησης, η οποία προκαλεί έναν νέο γύρο διόγκωσης των επενδύσεων, των εισοδημάτων, της οικονομικής δραστηριότητας κλπ, βάζοντας την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Στα πλαίσια αυτά, το Κράτος εισπράττει περισσότερους φόρους (π.χ. ΦΠΑ, φόρος εισοδήματος) περιορίζοντας (ή εξαλείφοντας) τα ελλείμαματά του, αυξάνοντας τις προνοιακές παροχές, χρηματοδοτώντας καλύτερα την παιδεία και την έρευνα, βελτιώνοντας τις υπηρεσίες υγείας κ.ο.κ.
Η πιό πάνω διαδικασία οδηγεί στην ισχυροποίηση των ντόπιων επιχειρήσεων, οι οποίες γίνονται πλεόν ικανές να αναπτύξουν εξαγωγική δραστηριότητα, φέρνοντας χρήματα από το εξωτερικό και δυναμώνοντας ακόμη περισσότερο την εγχώρια οικονομία.
Τι γίνεται όμως, όταν αγοράζουμε κυρίως εισαγώμενα αγαθά; Απλούστατα, στέλνουμε τα χρήματα μας σε επιχειρήσεις του εξωτερικού, βοηθώντας στην ανάπτυξη ξένων οικονομιών. Ταυτόχρονα, περιορίζεται ο τζίρος των δικών μας επιχειρήσεων, οι οποίες αναγκάζονται να περιορίσουν την παραγωγή τους, με συνέπεια την απόλυση εργαζομένων, την αγορά λιγότερων υλικών αγαθών και υπηρεσιών από τους Έλληνες ελεύθερους επαγγελματίες, γεωργούς κλπ. Με αυτό τον τρόπο το εισόδημα της Ελληνικής κοινωνίας μειώνεται, τα κρατικά έσοδα μειώνονται, τα ελλείμματα και τα χρέη αυξάνονται αλματωδώς, με μεσοπρόθεσμη κατάληξη την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής μας και το φόρτωμα των παιδιών μας με χρέη που θα απομυζούν τα εισοδήματα τους.
Για να πάρουμε μια ιδέα της εγκληματικής καταναλωτικής συμπεριφοράς μας, αρκεί να σημειώσουμε ότι μέχρι το 2009 τα χρήματα που πληρώναμε για εισαγωγές ήταν τριπλάσια από αυτά που εισπράτταμε από τις εξαγωγές μας. Ακόμη και σήμερα, οι ειδαγωγές μας είναι υπερδιπλάσιες των εξαγωγών μας.
Σκεφθείτε ότι, αν υποκαταστήσουμε το 20% των εισαγώμενων αγαθών με ντόπια, θα «πεύτουν» στην Ελληνική οικονομία κάπου 10 δις ευρώ τον χρόνο. Με το ποσό αυτό θα μπορούσαν π.χ. να καλυφθούν οι συνολικές δαπάνες (αμοιβές, ασφαλιστικές εισφορές κλπ) 600.000 νέων θέσεων εργασίας.
Αξίζει λοιπόν να προσπαθήσουμε. Ας ξεκινήσουμε προτιμώντας εκείνα τα προϊόντα και υπηρεσίες που αξίζουν πραγματικά τον κόπο να τα προτιμήσουμε. Από εκεί και πέρα, ίσως να ανακαλύψουμε ότι αξίζει να δώσουμε και μια ευκαιρία στις ντόπιες επιχειρήσεις που δεν είναι μεν ιδιαίτερα ανταγωνιστικές, αλλά χρειάζονται μια μικρή ώθηση για να απογειωθούν. Ο καθένας μας θα βρεί τα όρια των καταναλωτικών του επιλογών.