ΙΣΩΣ δεν σηκώνει αναβολή. Μετά τις διατροφικές βόμβες που σκάζουν στο πιάτο μας και μετά την καταστροφή του περιβάλλοντος, η βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία είναι μονόδρομος. Είναι όμως τόσο απλό;
Το ότι η βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία θεωρούνται ως μονόδρομος για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής καταστροφής και των διατροφικών σκανδάλων δεν χωρά καμία αμφιβολία. Τουλάχιστον από κανένα νοήμονα άνθρωπο, συντηρητικό ή προοδευτικό, αλαφροΐσκιωτο ή ρομαντικό, ούτε καν από τις κυβερνήσεις. Στην Κύπρο, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, το να αγοράζεις βιολογικά προϊόντα ή έστω να μιλάς γι' αυτά εθεωρείτο λόξα, κάτι σαν σύμπτωμα μη κανονικότητας, που έμπαινε στο ίδιο καλάθι με την ομοιοπαθητική ή άλλη εναλλακτική μορφή ιατρικής ή ύπαρξης. Μάλιστα, κάποιοι τα σύγχυζαν με τα βιολογικά αέρια ή όπλα. Οι πρώτοι βιοκαλλιεργητές στην Κύπρο, πριν από δύο και πλέον δεκαετίες, εισέπραξαν μπόλικη αδιαφορία, καχυποψία, μέχρι και εχθρότητα για το έργο τους και δεν έτυχαν καμίας στήριξης. Και όμως, σήμερα τα πράγματα αλλάζουν. Η Κύπρος υποχρεώθηκε ως χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι μόνο να δώσει χώρο ύπαρξης στους βιοκαλλιεργητές, αλλά και να τους στηρίξει με επιδοτήσεις. Οι πολίτες ενημερώνονται, καλλιεργούνται, ταξιδεύουν, εκπαιδεύονται και θέλουν καθαρά τρόφιμα.
Κάποιοι από εμάς, που δεν αρκούνται στην κριτική της πολυθρόνας και στην γκρίνια, ρίχθηκαν στα χωράφια, άνοιξαν καταστήματα, ίδρυσαν τον πρώτο Σύνδεσμο Βιοκαλλιεργητών, ανταλλάσουν εμπειρίες, ταξιδεύουν, αποκτούν γνώση και την επιστρέφουν σε εμάς. Κάποιοι άνοιξαν και καταστήματα. Είτε επειδή πιστεύουν στη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία, είτε επειδή είναι καλοί έμποροι και θεωρούν ότι τώρα είναι η ώρα για τα βιολογικά. Έτσι, με τον ίδιο τρόπο που είναι θεμιτό να αδράξει την ευκαιρία ένας ανοικτομάτης επιχειρηματίας και να εκμεταλλευτεί τη δυναμική της διάνοιξης της οδού Λήδρας, έτσι είναι και θεμιτό κάποιος να ανοίξει μια μπουτίκ βιολογικών προϊόντων και να προωθήσει μια πιο γκουρμέ διάστασή τους.
Φθάνει να μην κερδοσκοπεί εις βάρος των καταναλωτών. Η πολυμορφία δεν κάνει κακό, φθάνει να τηρούνται οι προδιαγραφές, τα προϊόντα να είναι πιστοποιημένα και να μην πωλούνται σε απαγορευτικές τιμές.
Εκτός από τους Οικολόγους, που χρόνια τώρα δραστηριοποιούνται πολιτικά και ασχολήθηκαν συστηματικά με θέματα ασφάλειας των τροφίμων, έκαναν την εμφάνισή τους οικογαστρονομικά σωματεία όπως το «Slow Food Κύπρου», που προωθούν τη βιοποικιλότητα, αλλά και τη χαρά της απόλαυσης της τροφής. Μεμονωμένοι καταναλωτές στηρίζουν όπως μπορούν τους τελευταίους μικροκαλλιεργητές, που επιμένουν να πωλούν οι ίδιοι τα προϊόντα τους χωρίς μεσάζοντες, σε λαϊκές αγορές, διασώζοντας, χωρίς να το γνωρίζουν, μια σπουδαία ψηφίδα του πολιτισμού της Κύπρου. Μητροπόλεις ή Μονές καλλιεργούν βιολογικά εδώ και χρόνια, αθόρυβα και συστηματικά.
Κάποιοι συμπολίτες μας δημιουργούν μικρά περιβόλια στις πόλεις ή στα χωριά τους, για να καλύπτουν τις καθημερινές τους ανάγκες σε λαχανικά και φρούτα καθαρά και υγιεινά. Άλλοι, μετά από κάθε νέο διατροφικό σκάνδαλο, πυκνώνουν τις επισκέψεις τους στα καταστήματα βιολογικών ειδών.
Όλες αυτές οι προσπάθειες συγκλίνουν σε μια κοινή ανάγκη και χαρακτηρίζονται από κοινές ευαισθησίες για ασφαλή τρόφιμα. Μόνο που όλα όσα ανέφερα δεν δίνουν λύση στο πρόβλημα της ασφάλειας των τροφίμων. Δεν μπορούν όλοι να τρέχουν στις λαϊκές (οι οποίες είναι μετρημένες στα δάχτυλα, φθίνουν και πωλούν ακόμη και εισαγόμενα), δεν έχουν όλοι πρόσβαση στα βιολογικά καταστήματα (η παραγωγή είναι μικρή και τα εισαγόμενα συσκευασμένα είδη δεν καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα της διατροφής), δεν έχουν όλοι κήπο για να καλλιεργούν ντομάτες ή να θρέφουν κατσίκα για καθημερινό γάλα χωρίς αφλατοξίνες. Άρα, υπάρχει έντονη ανάγκη για κεντρικό σχεδιασμό. Χρειάζεται δηλαδή πολιτική βούληση, από Κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση, συνδέσμους παραγωγών και καταναλωτών. Χρειάζεται ένα συνολικό όραμα και στη συνέχεια ένας συνολικός σχεδιασμός. Πρέπει να καταφύγουμε στην επιστημονική γνώση και κατάρτιση. Δεν θα μας σώσει η γριούλα που πωλεί κάρδαμο ή κυπριακά σκόρδα στη λαϊκή, ούτε γνωρίζουμε στα σίγουρα αν τα κοτόπουλα που μας πωλεί προέρχονται από μεγάλες φάρμες ή τα μεγαλώνει στην αυλή της, ταΐζοντάς τα με μεταλλαγμένη τροφή από την Αργεντινή, με καλή μάλλον προαίρεση. Σήμερα η καλή προαίρεση δεν αρκεί.
Γι’ αυτό και τα βιολογικά πιστοποιημένα προϊόντα είναι ίσως η μοναδική λύση. Η απόφαση είναι στα χέρια ημών των καταναλωτών.