Σήμερα το θέμα των ντόπιων ποικιλιών είναι ένα από τα κύρια περιβαλλοντικά ζητήματα του πλανήτη και ένα θέμα υψίστης σημασίας για την ελευθερία και την αυτάρκεια των λαών.
Είμαστε μάρτυρες και συνυπεύθυνοι σε ένα γενετικό ολοκαύτωμα. Μία ποικιλία ρυζιού, η IR-8 κυριαρχεί από το κρύο της Ταϊβάν ως τη ζέστη του Μπενίν. Εκεί όπου μέχρι πριν λίγα μόνο χρόνια μεγάλωναν 30.000 είδη ρυζιού. Το 30% του σταριού σε όλο τον κόσμο προέρχεται από ένα γονέα και το 70% του καλαμποκιού από έξι γονείς
Στην Ελλάδα χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ το 1951 δεν χρησιμοποιούνται ακόμη καθόλου υβρίδια καλαμποκιού, σήμερα συμβαίνει να μην καλλιεργούνται πουθενά ντόπιες ποικιλίες παρά μόνο υβρίδια. Επίσης χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 1927, η καλλιέργεια του σιταριού περιλάμβανε 100% ντόπιες ποικιλίες, το 1969 μόνο 10%, ενώ σήμερα κυριολεκτικά έχει εκτοπιστεί από την καλλιέργεια το σύνολο των παλιών ποικιλιών. Ανάλογες περιπτώσεις αφανισμού ντόπιων αξιόλογων ποικιλιών από τη γεωργία συμβαίνουν στα λαχανικά, δέντρα, βιομηχανικά και άλλα φυτά αλλά και σε αυτόχθονες φυλές αγροτικών ζώων, όπως οι βραχυκερατικές αγελάδες, τα ελληνικά άλογα, πρόβατα κ.λ.π.(Κ. Κουτής, «Το φυτικό και ζωικό γενετικό υλικό στην Ελλάδα», Νέα Σελήνη, τεύχος 27, σελ10-12)
Ποιες είναι οι ντόπιες ποικιλίες; Είναι οι ποικιλίες φυτών που καλλιεργούνται από την αρχαιότητα ως σήμερα στην ίδια περιοχή. Εξελίσσονται μέσα στους αιώνες και είναι προσαρμοσμένες στις τοπικές εδαφοκλιματικές συνθήκες.
Χαρακτηρίζουμε ντόπιες ακόμη και τις ποικιλίες που ήρθαν πολύ αργότερα σε μια περιοχή, όπως τα καλαμπόκια κ. α που ήρθαν από τη Λατινική Αμερική και όχι μόνο, στην Ελλάδα αλλά προσαρμόστηκαν στην περιοχή όπου βρέθηκαν
.«Η ελληνική επικράτεια συνεισφέρει με περισσότερο από 6000 φυτικά είδη στη Μεσογειακή χλωρίδα, από τα οποία το 15% είναι ενδημικά. Η χώρα τοποθετείται γεωγραφικά σε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα προέλευσης φυτικών ειδών – αυτό της Ανατ. Μεσογείου – όπως συνέστησε ο Ρώσος ερευνητής Βαβιλοβ (Vavilov). Η καλλιέργεια των ειδών κάτω από ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών συνθηκών και πάνω από όλα η απομόνωση, δημιούργησε προϋποθέσεις φυσικής διαφοροποίησης στα είδη και τις ποικιλίες. Αρχαιοβοτανικές και ιστορικές μαρτυρίες δείχνουν μια μεγάλη γκάμα ποικιλιών σιταριού, κριθαριού, αμπέλου, ελιάς και άλλων ειδών στη Θεσσαλία, Μακεδονία ή νησιά (π.χ. Λήμνος) περιοχές όπου η γεωργία ασκήθηκε περισσότερο.(Κ. Κουτής, Το φυτικό και ζωικό γενετικό υλικό στην Ελλάδα, Νέα Σελήνη, τεύχος 27)
Στην Ελλάδα καλλιεργούνταν 250 ποικιλίες σταριού, 111 ποικιλίες και πληθυσμοί μαλακού σταριού και 139 ποικιλίες και πληθυσμοί σκληρών σιτηρών. Από αυτές απόμειναν μόνον οι 20. Από τις 210 ποικιλίες και πληθυσμούς καλαμποκιού απόμειναν μόνον 30. Ακόμη καλλιεργούνταν: 99 ποικιλίες και πληθυσμοί κριθαριού, 39 ποικιλίες και πληθυσμοί βρώμης και 605 ποικιλίες φασολιού που σχεδόν έπαψαν πλέον να καλλιεργούνται.
Πώς και γιατί όμως φτάσαμε μέσα σε σχεδόν πενήντα χρόνια να χάσουμε όλον αυτό το γεωργικό πλούτο. Την ευθύνη την έχει ο κάθε ένας μας. Ευθύνη έχουν οι γεωργοί που άφησαν τις παραδοσιακές ποικιλίες. Ευθύνη έχουμε κι εμείς που δεν στηρίξαμε τους γεωργούς, καταναλώνοντας παραδοσιακές ποικιλίες. Ευθύνη έχουν και οι κυβερνώντες καθώς και οι εταιρίες παραγωγής σπόρων.
«Η επίσημη παραγωγή σπόρων έχει κάποιους κανόνες και είναι μια διαδικασία που απαιτεί αρκετά κονδύλια. Για να παράγει κάποιος σπόρους μιας ποικιλίας και να τους πουλήσει, θα πρέπει αυτή η ποικιλία να είναι εγγεγραμμένη στον Εθνικό Κατάλογο Ποικιλιών, διαφορετικά η πώληση σπόρων είναι παράνομη πράξη», λέει ο προϊστάμενος της Τράπεζας Γενετικού Υλικού, κ. Νίκος Σταυρόπουλος.
Το αποτέλεσμα είναι πως μερικές εταιρείες έχουν κατοχυρώσει συγκεκριμένες ποικιλίες, συνήθως υβρίδια, και παράγουν τους σπόρους. Ο εμπορικός πόλεμος γύρω από την κατοχύρωση της δημιουργίας των υβριδίων είναι τεράστιος, εφόσον η παραγωγή των συγκεκριμένων κατ` αποκλειστικότητα σπόρων κρύβει τεράστια κέρδη. «Όποιος ελέγχει το γενετικό υλικό των φυτών, ελέγχει την παγκόσμια διατροφή για το μέλλον. Οι μεγάλες εταιρείες παράγουν σπόρους για όλο τον κόσμο και έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν αυτό που θέλουν», λέει ο κ Νίκος Σταυρόπουλος.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ακυρώθηκαν εξαγωγές στη Γερμανία με αργείτικο πεπόνι γιατί δεν είναι καταχωρημένο στον εθνικό κατάλογο.
Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως το στάρι, οι αγρότες δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν ντόπιες ποικιλίες, διότι ο σπόρος δεν είναι πιστοποιημένος, οπότε δεν μπορούν να πάρουν επιδότηση.
«Όλη αυτή η διαδικασία ξεκίνησε με την αιτιολογία ότι ο αγρότης πρέπει να είναι κατοχυρωμένος και όταν αγοράζει ένα σπόρο να είναι σίγουρος ότι πρόκειται για μια συγκεκριμένη ποικιλία που έχει σίγουρα κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Στην πραγματικότητα, όμως, κανείς δεν εξαπατά κανένα. Αυτός που αγοράζει μια ντόπια ποικιλία ξέρει τι αγοράζει. Είναι σαν να λες ότι επειδή βγήκε το αυτοκίνητο, απαγορεύεται το ποδήλατο», προσθέτει ο κ. Σταυρόπουλος. (από το περιοδικό, «ΟΙΚΟ» της Καθημερινής, τεύχος 6, 8 Μαρτίου 2003, άρθρο της κ. Τάνιας Γεωργιοπούλου, «υβριδικά φυτά, ντομάτα με γεύση αγγουριού σε χαμηλή τιμή» σελ,16-19)
Οι ντόπιες ποικιλίες είναι σημαντικές γιατί:
· Έφτασαν στις μέρες μας έχοντας ξεπεράσει πολλές αντίξοες καιρικές συνθήκες: Δυνατούς ανέμους, φτωχά εδάφη, ξηρασίες, πλημμύρες κ. α. Έτσι μπορούν να καρπίζουν ό,τι καιρό και αν κάνει.
· Κατάφεραν να ξεπεράσουν πολλές ασθένειες, έντομα, παράσιτα, κ. α. Τώρα είναι ένας φυσικός φράχτης στην εξάπλωση ασθενειών και εντόμων.
· Είναι ένα κομμάτι από την πολιτισμική μας κληρονομιά και μάλιστα ζωντανό. Όπως αγωνιζόμαστε να διατηρήσουμε τα ιστορικά μνημεία οφείλουμε να διατηρήσουμε τις ντόπιες ποικιλίες.
· Έχουν χρώμα, άρωμα, γεύση, και σχήμα που δηλώνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Παράλληλα δηλώνουν και το προϊόν που τρώμε.
· Μπορούν κάθε χρόνο να δίνουν το σπόρο που χρειάζεται ο αγρότης καλλιεργητής για τη σπορά του επόμενου χρόνου.
Ο φόβος μιας επιδημίας
Τι είναι εκείνο που σώζει κάποιους ανθρώπους όταν πέσει μια επιδημία; Το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωπο δεν είναι ίδιοι. Ακριβώς το ίδιο είναι που μπορεί να σώσει και έναν φυτικό πληθυσμό. Αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν εκτεταμένη γενετική βάση. «Οι σύγχρονες ποικιλίες, τα υβρίδια όπως συνηθίζεται να λέγονται, έχουν περιορισμένη γενετική βάση. Αυτό είναι επικίνδυνο σε περίπτωση μιας επιδημίας», εξηγεί ο κ. Νίκος Σταυροπούλος. Μια προικισμένη ποικιλία χρησιμοποιείται ως βάση προκειμένου να φτιαχτούν τα υβρίδια. Έτσι όμως, οι γενετικές πληροφορίες που έχουν τα νέα φυτά είναι περιορισμένες. «Μια ποικιλία φασολιού χωρίς ίνες που βρήκαν στη Γαλλία αποτελεί τη βάση για όλες τις ποικιλίες φασολιού που καλλιεργούνται αυτήν τη στιγμή στον κόσμο». Αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση μιας επιδημίας, όλα τα φυτά θα είναι το ίδιο ευάλωτα.
Αυτός είναι και ο λόγος που ακόμα και οι υπέρμαχοι των υβριδίων συμφωνούν με την κατά κάποιον τρόπο διατήρηση των ποικιλιών, ώστε να έχουν στη διάθεσή τους το πολύτιμο γενετικό υλικό αυτών των ποικιλιών.
Κι αν η ιστορία μπορεί να διδάξει… Το 1845, ένας νέος παθογόνος παράγοντας χτύπησε την καλλιέργεια πατάτας της Ιρλανδίας και κατέστρεψε το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής. Αποτέλεσμα; Ο λιμός που ακολούθησε είχε εκατοντάδες θύματα, ενώ η οικονομία της χώρας καταστράφηκε.
Στη δεκαετία του’70, στην Αμερική, περισσότερη από τη μισή παραγωγή καλαμποκιού καταστράφηκε εξαιτίας μιας επιδημίας που έπληξε το υβρίδιο που χρησιμοποιείτο κατά κόρον. (από το περιοδικό, «ΟΙΚΟ» της Καθημερινής, τεύχος 6, 8 Μαρτίου 2003, άρθρο της κ. Τάνιας Γεωργιοπούλου, «υβριδικά φυτά, ντομάτα με γεύση αγγουριού σε χαμηλή τιμή» σελ,16-19)