Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Αναξιοποίητη η αρωματική χλωρίδα της Ελλάδας


Αν και υψηλής ποιότητας, η παραγωγή σημείωνε πτωτική τάση έως σήμερα
Πάνω από διακόσια είδη αρωματικών φυτών φιλοξενούν οι αγροί της Ελλάδας. «Η αρωματική μας χλωρίδα είναι υψηλής ποιότητας χάρη στις ιδιαίτερες εδαφοκλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας» λέει στην «Κ» ο κ. Γιάννης Γρηγοράτος, γεωπόνος - μελετητής με εξειδίκευση στα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, «δυστυχώς, όμως, πρόκειται για έναν φυσικό αναξιοποίητο πλούτο». Είναι χαρακτηριστικό ότι η πορεία των καλλιεργειών τα τελευταία τριάντα χρόνια παρουσίασε πτωτική τάση. «Ενώ το 1980 καλλιεργούνταν 50.000 στρέμματα με 16 είδη αρωματικών φυτών, που σε μεγάλο ποσοστό εξάγονταν, το 1997 η συνολικά καλλιεργούμενη έκταση έπεσε στα 11.000 στρέμματα με έξι είδη φυτών, ενώ πάνω από το 50% των φυτειών αφορούσε τον κρόκο Κοζάνης», επισημαίνει ο κ. Γρηγοράτος. Ως υπεύθυνοι για την κατάσταση αυτή σκιαγραφούνται τόσο οι συνεταιρισμοί για κακοδιαχείριση όσο και μεμονωμένοι παραγωγοί για «προσμείξεις» στο τελικό προϊόν, που συντέλεσαν στη δυσφήμησή του.



Σήμερα, σημειώνεται μια ανάκαμψη των καλλιεργούμενων εκτάσεων, δεν έχουμε ωστόσο επανακτήσει τα ποσοστά του 1980. Παράλληλα, λόγω της κρίσης και της έντονης στροφής των Ελλήνων στην ύπαιθρο και στην ενασχόληση με την αγροτική παραγωγή, το ενδιαφέρον για «επαγγελματική» καλλιέργεια και εμπορία των αρωματικών φυτών κορυφώνεται. «Τα αρωματικά φυτά ενδημούν σε δυσπρόσιτες και άγονες εκτάσεις, προσφέροντας διέξοδο σε πληθυσμούς ορεινών, ημιορεινών και νησιωτικών περιοχών» καταλήγει ο ίδιος. «Το τσάι του βουνού και δη του Ταϋγέτου, το δίκταμο από την Κρήτη και πολλές ποικιλίες ρίγανης, χαμομηλιού και φασκόμηλου είναι ιδιαίτερα εμπορεύσιμα στο εξωτερικό». Ο έμπειρος γεωπόνος εφιστά την προσοχή στους ενδιαφερομένους «να κάνουν έρευνα αγοράς προτού αλλάξουν καλλιέργεια και να ζητούν επίβλεψη γεωπόνου στη διαδικασία. Με στοχευμένες κινήσεις και γνώση του αντικειμένου θα κερδίσουν τους καταναλωτές».

Σε υψόμετρο 650 μέτρων, στην όμορφη Ομβριακή Δομοκού, εκτείνεται το «βιολογικό κτήμα Ζαβού». Ο 51χρονος αγρότης πριν από δεκατέσσερα χρόνια, απογοητευμένος από την πτώση των τιμών, αποφάσισε να εγκαταλείψει την καλλιέργεια βιομηχανικής ντομάτας, καλαμποκιού και ζαχαρότευτλων και αποφάσισε να καλλιεργήσει αρωματικά φυτά. «Φύτεψα αρχικά τσάι του βουνού σε τρία στρέμματα και εν συνεχεία ρίγανη, λεβάντα, φασκόμηλο, μελισσόχορτο, άγρια μέντα, όπως και δέντρα με τίλιο και δάφνη» περιγράφει σήμερα στην «Κ». Η διαδικασία είναι σχεδόν για όλα τα αρωματικά η ίδια: σκάλισμα, συγκομιδή και στέγνωμα. «Μέχρι τώρα τα κρεμούσα για να τα αποξηράνω, αλλά τώρα προσαρμόζω έναν παλιό φούρνο για καπνά, ο οποίος θα επισπεύσει τη διαδικασία», εξηγεί ο κ. Ζαβός, ο οποίος από το 2004 έχει πιστοποιήσει την παραγωγή του ως βιολογική. «Είμαι ο μοναδικός αγρότης στην περιοχή με αρωματικά φυτά, οπότε δεν κινδυνεύω από μετάδοση ασθενειών», αναφέρει. «Ουσιαστικά η καλλιέργεια είναι βιοδυναμική - δεν χρησιμοποιώ χημικά πρόσθετα και τα φυτά αυτενεργούν».
Εξαγωγή στη Γερμανία
Ο κ. Ζαβός μαζί με τη σύζυγο και τα τρία παιδιά του αναλαμβάνουν την τυποποίηση σε δέματα, χαρτόκουτες ή σακουλάκια, τα οποία πρωθούν κατόπιν στην αγορά. «Με τα αρωματικά φυτά δεν υπάρχει περίπτωση να «μπεις» μέσα» επισημαίνει ο βιοκαλλιεργητής, ο οποίος βιοπορίζεται από αυτά. Η ρίγανη αποδίδει περίπου 350 κιλά ανά στρέμμα, το τσάι του βουνού 200 κιλά ανά στρέμμα, η λεβάντα 50 κιλά ανά στρέμμα. «Το 70% της παραγωγής μου σε τσάι του βουνού το εξάγω στη Γερμανία, κατόπιν ενεργειών που έκανα μόνος μου, ενώ έχω ξεκινήσει συζητήσεις για εξαγωγή ρίγανης στην Ελβετία και τις ΗΠΑ», προσθέτει. Μέσω του ιστότοπου που διατηρεί, www. erivolosfthia.blogspot, διαπιστώνει καθημερινά τη μεγάλη απήχηση των ελληνικών αρωματικών φυτών. «Η σελίδα μου δέχεται καθημερινά επισκέψεις από Ρωσία, Ιαπωνία και Αμερική».





Kαλλιέργεια αλόε βέρα στην Κρήτη


Σε μια έκταση μεγαλύτερη των 130 στρεμμάτων στη Νότια Κρήτη, κοντά στο Λιβυκό Πέλαγος, εκτείνονται καλλιέργειες αλόε βέρα - οι πρώτες που φυτεύθηκαν στην Ελλάδα. Ιθύνων νους πίσω από την ιδιαίτερα επικερδή φυτεία είναι ο 77χρονος Ηλίας Χρονάκης. «Eζησα για 45 χρόνια στον Καναδά», διηγείται ο κ. Χρονάκης, «εκεί γνώρισα τα προϊόντα της αλόε βέρα με τις πολλαπλές θεραπευτικές ιδιότητες και είχα πάντοτε ένα φυτό στο σπίτι μου». Βγαίνοντας στη σύνταξη, πριν από δεκαεπτά χρόνια, ο κ. Χρονάκης, γέννημα - θρέμμα Κρητικός, επέστρεψε στη γενέτειρά του και αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στην καλλιέργεια της ποικιλίας αλόε βέρα, με το κίτρινο χαρακτηριστικό λουλούδι και τα 200 οργανικά συστατικά.
Μαζί με τις βαλίτσες του ο 77χρονος Κρητικός έφερε στο νησί και δύο φυτά ύψους δέκα πόντων, από τα οποία προέκυψαν μέχρι σήμερα 300.000 φυτά. «Τα παραγωγικά φυτά, που ονομάζουμε μάνες, στα δυόμισι χρόνια ξεκινούν να παράγουν παραφυάδες και έτσι η καλλιέργεια επεκτείνεται», περιγράφει. Τα πλεονεκτήματα για τον παραγωγό είναι πολλά. «Το φυτό δεν έχει εχθρούς πέρα από το σαλιγκάρι και την παγωνιά, ενώ έχει χαμηλές απαιτήσεις σε νερό», υπογραμμίζει ο κ. Χρονάκης. «Επιπλέον, δεν έχει συγκεκριμένη εποχή: μπορείς να κόβεις μέχρι είκοσι φύλλα από κάθε φυτό, όταν περάσουν τριάμισι χρόνια». Η καλλιέργεια του κ. Χρονάκη είναι πιστοποιημένη βιολογική και έως σήμερα πωλεί φρέσκα φύλλα αλόε βέρα σε ενδιαφερόμενους σε όλη τη χώρα μέσω του ιστότοπου www.louisaloe.com. «Από τα φύλλα με πολύ εύκολο τρόπο μπορείτε να βγάλετε τον δυναμωτικό χυμό της αλόης», λέει στην «Κ». «Είναι πιο υγιεινό και πιο οικονομικό: οι εισαγόμενοι χυμοί αλόε βέρα στοιχίζουν περί τα 30 ευρώ το μπουκάλι, όταν με 12 ευρώ μπορείτε να έχετε τρία μπουκάλια με τη βοήθεια του αποχυμωτή». Ο κ. Χρονάκης, μάλιστα, σχεδιάζει, σε συνεργασία με άλλους επενδυτές, να προχωρήσει στη σύσταση μονάδας επεξεργασίας που θα μετατρέπει το ζελέ του φυτού σε χυμό, ώστε το προϊόν του να γίνει ανταγωνιστικό και στο εξωτερικό.
Η καλλιέργεια της αλόε βέρα έχει πολλές προοπτικές, καθώς το 25% των φαρμακευτικών σκευασμάτων περιέχει αλόη. Υπολογίζεται ότι εισάγονται κάθε μέρα 5 τόνοι χυμού αλόε βέρα από τη Γερμανία στην Ελλάδα, ενώ μόνο στην Κρήτη η κατανάλωση αγγίζει τους 100 τόνους χυμό ετησίως. «Η αλόε βέρα, που ενδημεί κυρίως στην Καλιφόρνια και στο Μεξικό, ενδείκνυται να καλλιεργηθεί στη Νότια Ελλάδα, από τη Θήβα μέχρι την Κρήτη, όπου δεν πιάνει παγωνιά», διευκρινίζει ο καλλιεργητής που έχει ξεκινήσει από τον Δεκέμβριο σεμινάρια σε ενδιαφερόμενους αγρότες από όλη τη χώρα. «Ποτέ η συμμετοχή δεν έχει πέσει κάτω από εκατό άτομα», αναφέρει, «έχω τρεις τηλεφωνικές γραμμές που χτυπούν αδιάκοπα από κόσμο που θέλει να ξεκινήσει την αλόε βέρα». Ο δραστήριος αγρότης ομολογεί ότι μέρος της ζωντάνιας του οφείλεται στην ευεξία που του χαρίζει το φυτό. «Πίνω καθημερινά χυμό», λέει.


http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathglobal_1_06/02/2012_426249


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...